- εὐφιλόπαιδα
- εὐφιλόπαιςthe children's darlingmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευφιλόπαις — εὐφιλόπαις, αιδος, ὁ, ἡ (Α) (για μικρό λιοντάρι) ο πολύ αγαπητός στα παιδιά («ἅμερον, εὐφιλόπαιδα καὶ γεραροῑς ἐπίχαρτον», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek